ἄμμορος

ἄμμορος
ἄμμορος, ον, poet. for ἄμοιρος (q. v.),
A without share of, without lot in, c. gen.,

ἄμμορος . . λοετρῶν Ὠκεανοῖο Il.18.489

, Od.5.275;

καλῶν Pi.O.1.84

;

πάντων S.Ph.182

(lyr.); τέκνων ἄ. bereft of children, E. Hec.421;

οὐκ ἄ. ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας Pi.N.6.14

;

ἄ. ἐσθλῆς ἐλπίδος IG 14.1942.11

.
2 later, simply, free from, without,

ἄ. κακότητος Q.S.1.430

.
II abs., ill-fated, Il.6.408, 24.773. (ἀ- priv., smor-, cf. κάσμορος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άμμορος — ἄμμορος, ον (Α) (ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος) 1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι 2. αυτός που στερείται κάτι 3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη». ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία] …   Dictionary of Greek

  • ἄμμορος — without share of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμμορον — ἄμμορος without share of masc/fem acc sg ἄμμορος without share of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμμορα — ἄμμορος without share of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμμοροι — ἄμμορος without share of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARCTOS — I. ARCTOS mons iuxta Propontidem, quem semiferi et horrendi gigantes ex terra geniti incolebant, quos etiam Thessalos fuisse dicit Deilochus: Apollonius vero, in Herculis perniciem, a Iunonone fabulose scribit creatos. Fabulae a leone Nemaeo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • .άμμορον — ἄμμορον , ἄμμορος without share of masc/fem acc sg ἄμμορον , ἄμμορος without share of neut nom/voc/acc sg ἔμμορον , ἔμμορος partaking in masc/fem acc sg ἔμμορον , ἔμμορος partaking in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • αμμορία — ἀμμορία, η (Α) [ἄμμορος] (ποιητικός τύπος αντί τού ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] …   Dictionary of Greek

  • κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”